- ἰσαρίθμιος
- ἰσ-ᾰρίθμιος, ον,= sq., c. gen.,A
Μουσῶν IG14.1747
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μουσῶν IG14.1747
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισαρίθμιος — ἰσαρίθμιος, ον (Α) [ισάριθμος] επιγρ. ισάριθμος* … Dictionary of Greek